- ἐπίσαλος
- ἐπίσαλοςtossed on the seamasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίσαλος — ἐπίσαλος, ον (AM) [επισαλεύω] 1. αυτός που σαλεύει, που κινείται στη θάλασσα 2. αβέβαιος, άστατος, ευμετάβολος («ἐπισάλων τῶν... ἐλπίδων γενομένων», Θεοφύλ. Σιμ.) … Dictionary of Greek
ἐπίσαλον — ἐπίσαλος tossed on the sea masc/fem acc sg ἐπίσαλος tossed on the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισάλων — ἐπίσαλος tossed on the sea masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισάλῳ — ἐπίσαλος tossed on the sea masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)